Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Πάσχα στα Δίδυμα

Μία αναφορά στο Πάσχα των παιδικών μου χρόνων στα Δίδυμα. Από το ’50 και μετά, για να καταλαβαίνουμε.
Πρώτα η Νταλαφίγκα.
Η γραφή της λέξης με την προφορά έχει διαφορά. Μία άλλη γραφή, δική μου, θα ήταν Νταλαφëγκα, όπου ë φωνήεν που υπάρχει στα Αρβανίτικα και όχι στα Ελληνικά. Ελπίζω οι …. γλωσσομαθείς να καταλαβαίνουν.
Ηταν μια μεγάλη φωτιά που ανάβαμε την ώρα της Ανάστασης. Την άναβαν στο ‘Δεύτε λάβετε φως’ έτσι ώστε στο ‘Χριστός Ανέστη’ να είχε φουντώσει. Θυμάμαι, στην νέα εκκλησία κυρίως, η παλιά περιτριγυριζόταν από το ‘τοίχος’ της νέας, σκοτεινή όλη η εκκλησία για το ‘δεύτε λάβετε φως’ και από τα παράθυρα να φαίνεται η φωτιά να δυναμώνει. Και όλοι βιαστικοί να βγουν να δουν την φωτιά!
 Το Χριστός Ανέστη από τον παππά Αγγελο, υπέροχη και δυνατή φωνή, στο βορεινό μέρος της εκκλησίας, ανατολικά, έτσι ώστε ο κόσμος να βλέπει την φωτιά. Οι στάχτες βέβαια ενοχλητικές, ιδιαίτερα αν φυσούσε, αλλά χαλάλι.
Το προνόμιο του ανάματος το είχε ο Λεωνίδας Πέτρου, ο πρώτος γιός του Γέρου του Γιατρού. Κανείς δεν τολμούσε να του αμφισβητήσει αυτό το δικαίωμα. Ημουν μπροστά κάποια φορά που τον ειδοποίησαν ότι ‘Λεωνίδα στην άναψαν’, Λεωνίδ τα τσέλë!  Ετρεξε αλαφιασμένος, είδε τον νεαρό τότε Αθ. Καρατζίκο αν θυμάμαι καλά να προσπαθεί να την ανάψει και το τι έγινε δεν περιγράφεται. Από την επόμενη χρονιά οι φίλοι του το έκανα για πλάκα! Το καταλάβαινε βέβαια αλλά και το ‘μήπως’  δεν το άφηνε αδιάφορο. Πολλές οι πλάκες, και το παρατσούκλι ‘Λεωνίδας ο νταλαφëγκας’, δεν άργησε!
Τρομερός καλαμπουρτζής ο ίδιος, αστείρευτος. Τον θυμάμαι στο καφενείο του πατέρα μου, κάθε καλοκαίρι όσο ζούσε ο πατέρας του, κάθε βράδυ, για ένα μήνα, μετά τις ειδήσεις των 9, από το ραδιόφωνο, να μαζεύει του ‘πιστούς’ στην μουριά του μπαρμπα- Κώστα του Μίζη, και μέχρι 2-3 η ώρα το πρωί, να αγορεύει και να μην κοιμάται η γειτονιά από τα γέλια.
Το Μεγάλο Σάββατο το απόγευμα, όταν οι μεγάλοι έφερναν τα κλαριά για την φωτιά και έκαναν τον σωρό, δύο φορτηγά βένια συνήθως, ήταν η χαρά μας. Το παιγνίδι ήταν να ανεβοκατεβαίνουμε τον σωρό αλλά και να τον διαπερνάμε έρποντας.
Και το βράδυ στην Ανάσταση, γρατζουνισμένοι, ματωμένοι, ρετσινωμένοι και ξυλοφορτωμένοι από τις μανάδες μας γιατί από το μεσημέρι μας είχαν πλύνει, στην σκάφη βέβαια και η ‘βρώμα’ από τα γόνατα με κεραμίδι,  να πάμε καθαροί στην Ανάσταση, και εμείς πηγαίναμε ….
Πως προέκυψε τώρα η νταλαφëγκα. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ήταν το ‘σινιάλο’ του χωριού προς τους κτηνοτρόφους στα γύρο βουνά, αναστήσαμε, εορτάστε. Μιλάμε για εποχές όπου οι τσοπάνηδες έκαναν βδομάδες να έρθουν στο χωριό. Όλα εκεί στην στάνη στο βουνό. Ζωή, Κτηνοτροφία, Τυροκομία, ….
Στην νταλαφëγκα, όσο ήταν σωρός βένια, στην κορυφή τοποθετούσαμε ένα κλαρί από ανθισμένο ξάλαφτο.
Αργότερα κάπου στο 1963, βάλαμε τον Ιούδα. Τότε ξεκίνησε, πάλι από το καφενείο του πατέρα μου. Η πρώτη ‘κατασκευή’ ήταν λινάτσα, ήταν σε τόπι τότε, διπλωμένη στα δύο, το ανθρώπινο περίγραμμα από τον Ν. Μούντριχα, τα γαζιά από τον Κώστα Σκυλή που διατηρούσε ραφείο τότε ακριβώς απέναντι, γέμισμα με άχυρο, μία ‘χλαμύδα’, και έτοιμος ο … κύριος. Μια μεγάλη φούρκα, αντηρίδες με σύρματα,  και τον στήναμε στην κορφή της νταλαφëγκας. Η ‘μαρίδα’ αρκετή, εγώ ήμουν ‘μεγάλος’ κάπου στα 15, αλλά με σεβασμό να μην πάθει τίποτα ο Ιούδας και γίνουμε ρεζίλι το βράδυ.
Κάποιες φορές μας εξυπηρετούσε και η Ελένη Δ. Θηβαίου, κοπέλα τότε και μοδίστρα. Μας έκανε τα γαζιά.
Αργότερα το ‘πρόβλημα’ αυτό μας το έλυσε η μπαμπ’ Βγενία του μπαρμπα Αριστείδη του Σκυλή. Μας προμήθευε με ένα παλιό παντελόνι και ένα παλιό πουκάμισο του Μπαρμπα Αριστείδη, τα γαζιά ο γιός της ο Κώστας ή η Ελένη, και … έτοιμοι.
Μια χρονιά, μαζί με το άχυρο βάλαμε και αλάτι χοντρό, θα έκανε θόρυβο λέγαμε. Ηταν μεγαλύτερος όμως ο θόρυβος από την καύση. Και μας ήρθε η πρόταση να τοποθετήσουμε ένα ‘τεμάχιο’, οι Διδυμιώτες καταλαβαίνουν. Ευτυχώς μας ‘έκοψε’ γιατί όλο το κάτω χωριό θα γέμιζε κλαριά, δαυλιά, κάρβουνα, στάχτες, …. Και έτσι το ‘τεμάχιο’ πήγε στο περιβόλι, σε ανοιχτό χώρο. Τρανταζόταν η εκκλησία και αντιλαλούσε η λεκάνη των Διδύμων για πέντε λεπτά χωρίς υπερβολή. Και έγινε και αυτό μέρος του ‘εορτασμού’ που όλοι το περίμεναν!
Το έθιμα, της νταλαφëγκας και του Ιούδα, για πολλά χρόνια μετά το είχαν αναλάβει και το συνέχισαν τα παιδιά του Μορφωτικού Συλλόγου.
Το έθιμο τώρα έχει χαθεί. Η εγκατάλειψη ξεκίνησε με την περάτωση της νέας εκκλησίας και την διαμόρφωση του γύρω χώρου. Αλλά κυρίως από την διαμόρφωση από την Κοινότητα του χώρου του πηγαδιού, όπου και ο χώρος της νταλαφëγκας. Ηταν ιδανικός χώρος, γιατί ο κόσμος που ήταν στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν ψηλότερα και μακριά, και το θέαμα όμορφο. Την έκαναν λίγες φορές στον χώρο του παλιού Νεκροταφείου, δυτικά της εκκλησίας, αλλά είχε πλέον χαθεί. Κρίμα.
Αναβίωση θα μπορούσε να γίνει αλλά πρέπει να αναδιαμορφωθεί κατάλληλα και ο παλιός της χώρος. Ας το σκεφθούν, αντί να τσακώνονται για ……
Τα ‘εκρηκτικά’, ήταν άλλη ιστορία. Τρίγωνα, Βόμπες, Τρακατρούκες, Βαρελότα, Φελλοί. Όλα ‘ιδιοκατασκευές’, εκτός από τους φελλούς. Για ευνόητους λόγους δεν γράφω περισσότερα. Θα γράψω όμως για ένα χοντρό και επικίνδυνο ‘σπόρ’ εκείνα τα χρόνια. Τοποθετούσαν αναμμένη βόμπα στην τσέπη του σακακιού του αμέριμνου θύματος! Φυσικά η λύση ήταν το θύμα να βγάλει το σακάκι και να το πετάξει. Ούτε σκέψη να βάλει το χέρι στην τσέπη και να την πετάξει, το φυτίλι ήταν πολύ κοντό, ήταν ακριβό και δυσεύρετο. Οι ‘θύτες’ βέβαια γελούσαν αλλά ο καυγάς μετά ήταν ομηρικός και δικαίως.
Μακρυά κι αλάργα!
Και ο Επιτάφιος. Αξέχαστο το ‘σήμερον κρεμάται επί ξύλου’ του παππά Άγγελου. Και τα εγκώμια από την τετράδα, Παππά Αγγέλος, μπαρμπα Γιώργης Φώκας (Γ.Κ. Αντωνόπουλος), μπαρμπα – Θανάσης Κοτσοβός, και Θανάσης Τσατσαρός.
Η περιφορά. Σε όλο το χωριό! Μέσα στην απόλυτη ησυχία, ατμόσφαιρα απόλυτα κατανυκτική. Υπέροχα.
Την ημέρα του Πάσχα, τα γνωστά. Χρόνια πολλά, αρνιά στην σούβλα, λίγα τότε, φτώχια. Γρήγορα ξεμπέρδεμα με τους εορτάζοντες και μετά στο πανηγύρι και στο νυφοπάζαρο. Νυφοπάζαρο από το κάτω πηγάδι μέχρι σχεδόν την Λυγερή, και γλέντι στου Γκούτση και στου Παππά, οι δύο Ταβέρνες τότε.
Τα κόκκινα αυγά ήταν άλλο πράμα τότε. Το τσούγκρισμα έβγαζε νικητή που έπαιρνε το αυγό του νικημένου. Που με αλατοπίπερο ήταν και ‘μεζές’ για την ταβέρνα. Οι ‘απάτες’ βέβαια δεν έλειπαν. Συνήθως αυγά γεμισμένα με τέχνη με γύψο, ή αφημένα για ένα χρόνο στο εικονοστάσι με την μύτη προς τα κάτω, για να ξεραθεί το περιεχόμενο. Αυτά δεν έσπαγαν με τίποτα!

3 σχόλια:

  1. Υπέροχο απλά υπέροχο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιώργο του χρόνου θυμήσου να σου δώσω να αναρτήσεις στον ιστότοπό σου το "σήμερον κρεμάτε επί ξύλου " του Παπάγγελου. Αλλά και το "Χριστός Ανέστη" όπου ακούγονται τα τρίγωνα, η dalafënga να έχει φουντώσει και το «τεμάχιο» του σερίφη ( οι Διδυμιώτες καταλαβαίνουν τι λέμε).Το έχω ηχογραφημένο από την τελευταία φορά που λειτούργησε ο Παπάγγελος. [ Χρόνια (μας) Πολλά ] Γ. Κ. Τ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Την θυμάμαι αυτή την ηχογράφηση. Προσπαθώ να μαζέψω κάποια τέτοια ηχητικά, όπως κάποια τραγούδια με τον μπαρμπα-Φώκα στο βιολί, τον μπαρμπα-Αντώνη τον Καρασάκη στην κιθάρα και τον πατέρα μου στο τραγούδι. Ακόμη ένα γερό γλέντι με τον μπαρμπα-Νάκο στο βιολί, τον μπαρμπα-Αντώνη πάλι στην κιθάρα και τραγούδι, στην αρχή, μπαρμπα-Μήτσος Κοτσοβός και ο πατέρας μου και μετά ... χαμός!
    Ελπίζω αυτά να λειτουργήσουν έτσι ώστε να συγκεντρωθεί, ή έστω να καταγραφεί, σημαντικό υλικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή